🇬🇧 en el 🇬🇷
hardware noun
/ˈhɑɹdˌwɛɹ/
,
/ˈhɑːdˌwɛə/
|
|
---|---|
|
υλισμικό |
|
δομικά υλικά |
|
είδη κιγκαλερίας, σιδηρικά |
|
ηλεκτρονικός εξοπλισμός |
|
σιδερικό |
Wiktionary Links
- English: hardware