🇬🇧 en el 🇬🇷
he pronoun
/(h)i/
,
/(h)ɪ/
,
/ˈhiː/
,
[hi(ː)]
,
[hiː]
,
[hɪj]
,
[çi(ː)]
|
|
---|---|
|
αυτός |
- he-goat
- τράγος
- he who laughs last laughs best
- γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος
- he's unconscious
- είναι αναίσθητος
- a man is known by the company he keeps
- δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι
- he who digs a pit for others falls in himself
- όποιος σκάβει το λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα
- he who prepares cold cuts
- αλλαντοποιός
- he-pigeon
- γούτος
- he-ass
- γάιδαρος