🇬🇧 en el 🇬🇷
history noun
/ˈhɪs.t(ə.)ɹi/
,
/ˈhɪs.tɹɪ/
|
|
|---|---|
|
ιστορία |
|
ιστορικό, ιστορία |
- alternative history
- ουχρονία
- go down in history
- καταγράφομαι, παίρνω θέση στην ιστορία
- natural history
- φυσική ιστορία
- ancient history
- αρχαία ιστορία
- history repeats itself
- οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους
- medical history
- ιατρικό ιστορικό
- art history
- ιστορία της τέχνης
- macro-history
- μακροϊστορία
- modern history
- Πρώιμη νεότερη περίοδος
Wiktionary Links
- English: history