🇬🇧 en el 🇬🇷
indestructible adjective |
|
|---|---|
|
άφθαρτος, άθραυστος, άτρωτος, ακατάλυτος, ακατάστρεπτος, ακατέστρεπτος |
indestructibility noun |
|
|---|---|
|
αδιαλυτότητα, αφθαρσία, ευσυνειδησία |
indestructibly |
|
|---|---|
| ακατάλυτα | |
Wiktionary Links
- English: indestructible