🇬🇧 en el 🇬🇷
instructor noun |
|
---|---|
|
εκπαιδευτής, δάσκαλος, δασκάλα, διδάσκαλος, διδασκάλισσα, εκπαιδεύτρια |
Wiktionary Links
- English: instructor
instructor noun |
|
---|---|
|
εκπαιδευτής, δάσκαλος, δασκάλα, διδάσκαλος, διδασκάλισσα, εκπαιδεύτρια |