🇬🇧 en el 🇬🇷
justification noun
/ˌd͡ʒʌstɪfɪˈkeɪʃən/
|
|
---|---|
|
αιτιολόγηση, απολόγηση, δικαιολογία |
|
στοίχιση |
Wiktionary Links
- English: justification