🇬🇧 en el 🇬🇷
labour noun
/ˈleɪ.bə/
,
/ˈleɪ.bɚ/
|
|
|---|---|
|
δουλειά, εργασία, εργατικό δυναμικό, κόπος, μόχθος |
|
τοκετός, γέννα, ωδίνες τοκετού |
|
εργατικοί, εργατικό κόμμα |
|
κόπος, μόχθος |
labour verb
/ˈleɪ.bə/
,
/ˈleɪ.bɚ/
|
|
|---|---|
|
δουλεύω, εργάζομαι, κοπιάζω, μοχθώ |
labourer |
|
|---|---|
| εργάτης | |
Wiktionary Links
- English: labourer