🇬🇧 en el 🇬🇷
land noun
/lænd/
,
[ɫeə̯nd]
|
|
---|---|
|
γη, ξηρά |
|
χώρα |
|
γαίες, εκτάσεις, κτήματα |
land verb
/lænd/
,
[ɫeə̯nd]
|
|
---|---|
|
προσγειώνω |
landing noun
/ˈlændɪŋ/
|
|
---|---|
|
προσγείωση |
-land suffix
/lænd/
,
/lənd/
,
/lɪnd/
,
[lænd]
|
|
---|---|
|
έθνος |
- land mine
- νάρκη
- Holy Land
- Άγιοι Τόποι
- cloud-cuckoo-land
- Νεφελοκοκκυγία
- dry land
- στεριά, χώρα
- Promised Land
- γη της Επαγγελίας, γη της επαγγελίας, Γη της Επαγγελίας
- no man's land
- ξερότοπος
- land line
- σταθερό τηλέφωνο
- in the land of the blind, the one-eyed man is king
- στους τυφλούς, βασιλεύει ο μονόφθαλμος, στη χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς
- Land of the Rising Sun
- Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου