🇬🇧 en el 🇬🇷
lieutenant noun
/l(j)uˈtɛnənt/
,
/ləˈtɛnənt/
,
/lɛfˈtɛnənt/
,
/ˈlɛftɛnənt/
|
|
---|---|
|
ανθυπολοχαγός, υπολοχαγός, υποσμηναγός, ανθυποπλοίαρχος, ανθυποσμηναγός, υποπλοίαρχος |
|
πρωτοπαλίκαρο, υπαρχηγός |
- lieutenant colonel
- αντισυνταγματάρχης, αντισμήναρχος
- second lieutenant
- ανθυπολοχαγός
- first lieutenant
- υπολοχαγός, υποπλοίαρχος, υποσμηναγός
- lieutenant general
- αντιπτέραρχος, αντιστράτηγος
- lieutenant commander
- πλωτάρχης
- sub-lieutenant
- ανθυποπλοίαρχος
- lieutenant junior grade
- ανθυποπλοίαρχος
- flight lieutenant
- σμηναγός
- lieutenant-colonel
- αντισυνταγματάρχης
Wiktionary Links
- English: lieutenant, Lieutenant