🇬🇧 en el 🇬🇷
link noun
/lɪŋk/
|
|
---|---|
|
σύνδεσμος, υπερσύνδεσμος |
linked |
|
---|---|
συναφής |
- external link
- εξωτερικός σύνδεσμος
- symbolic link
- συμβολικός σύνδεσμος
- internal link
- εσωτερικός σύνδεσμος
- cuff link
- μανικετόκουμπο
- a chain is only as strong as its weakest link
- μια αλυσίδα είναι όσο δυνατή όσο ο πιο αδύναμός της κρίκος
- dedicated link
- αποκλειστική ζεύξη
- incoming link
- εισερχόμενος σύνδεσμος