🇬🇧 en el 🇬🇷
loop noun
/luːp/
|
|
---|---|
|
βρόχος |
|
βρόχος, θηλιά |
|
ενδοκολπικό διάφραγμα |
|
πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα |