🇬🇧 en el 🇬🇷
lover noun
/ˈlʌvə/
,
/ˈlʌvɚ/
|
|
---|---|
|
εραστής, ερωμένη, αγαπητικιά, αγαπητικός |
|
εραστής, ερωμένη |
|
θαυμάστρια, θαυμαστής, λάτρης |
Wiktionary Links
- English: lover