🇬🇧 en el 🇬🇷
maudlin adjective
/ˈmɑːd.lɪn/
,
/ˈmɔːd.lɪn/
|
|
---|---|
|
συναισθηματικός |
|
υστερικός |
maudlin adjective
/ˈmɑːd.lɪn/
,
/ˈmɔːd.lɪn/
|
|
---|---|
|
συναισθηματικός |
|
υστερικός |