🇬🇧 en el 🇬🇷
May properNoun
/meɪ/
|
|
---|---|
|
Μάιος, Μάης, Μάϊος |
|
λευκάκανθα |
may verb
/meɪ/
|
|
---|---|
|
μπορώ, επιτρέπεται |
|
ίσως, μάλλον |
may noun
/meɪ/
|
|
---|---|
|
λευκάκανθα |
- May Day
- Πρωτομαγιά, Εργατική Πρωτομαγιά
- your mileage may vary
- ίσως να δουλεύει διαφορετικά για εσένα, αυτή είναι απλά η γνώμη μου
- may the Force be with you
- είθε η Δύναμη να είναι μαζί σου
- to whom it may concern
- προς κάθε ενδιαφερόμενο
- the wolf may lose his teeth but never his nature
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του
- the fox may grow grey but never good
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του
- may God be my witness
- μάρτυς μου ο Θεός
- may it serve you well
- γεια