🇬🇧 en el 🇬🇷
membership noun |
|
---|---|
|
ιδιότητα του μέλους, συμμετοχή, συμμετοχή ως μέλος |
|
μέλη |
Wiktionary Links
- English: membership
membership noun |
|
---|---|
|
ιδιότητα του μέλους, συμμετοχή, συμμετοχή ως μέλος |
|
μέλη |