🇬🇧 en el 🇬🇷
motorway noun
/ˈməʊtəweɪ/
|
|
---|---|
|
αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας, δρόμος χωρίς διόδια |
Wiktionary Links
- English: motorway