🇬🇧 en el 🇬🇷
nasty adjective
/ˈnaː.sti/
,
/ˈnæs.ti/
,
/ˈnɑː.sti/
|
|
---|---|
|
αισχρός, πρόστυχος |
|
αντιπαθητικός, απεχθής, αποκρουστικός |
|
βρωμερός, ρυπαρός |