🇬🇧 en el 🇬🇷
necessary adjective
/ˈnɛsəsɹi/
,
/ˈnɛsəɹi/
,
/ˈnɛsəˌsɛɹi/
|
|
---|---|
|
απαραίτητος, αναπόφευκτος, αναπόδραστος, ζωτικής σημασίας |
|
αναπόδραστος, αναπόφευκτος |