🇬🇧 en el 🇬🇷
pay verb
/peɪ/
,
[pʰeɪ]
|
|
---|---|
|
πληρώνω |
|
αποδίδω |
pay noun
/peɪ/
,
[pʰeɪ]
|
|
---|---|
|
μισθός |
paying |
|
---|---|
απότιση |
- pay attention
- προσέχω, δίνω σημασία
- pay back
- εξοφλώ
- pay homage to
- αποτίνω φόρο τιμής
- if you pay peanuts, you get monkeys
- αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει, τον κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά θα μαγειρέψει
- pay off
- εξοφλώ, πληρώνω
- pay-off
- έπαθλο, βραβείο, αμοιβή, λάδωμα
- pay a visit
- επισκέπτομαι
- the craftsmen pay
- μαστορικά
- pay again
- ξαναπληρώνω