🇬🇧 en el 🇬🇷
peace noun
/pis/
,
/piːs/
|
|
---|---|
|
ειρήνη |
|
ειρήνη, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία |
|
ηρεμία, ειρήνη |
peaceful adjective
/ˈpiːsfəl/
|
|
---|---|
|
ειρηνικός |
|
αθόρηβος |
peaceful |
|
---|---|
γαλήνιος |
- rest in peace
- αναπαύσου εν ειρήνη
- peace of mind
- γαλήνη
- in peace
- εν ειρήνη
- peace talks
- ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, ειρηνευτικές συνομιλίες
- peace treaty
- συνθήκη ειρήνης
- kiss of peace
- φιλί ειρήνης
- peace pipe
- πίπα της ειρήνης
- Peace and Friendship Stadium
- Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας
- justice of the peace
- ειρηνοδίκης