🇬🇧 en el 🇬🇷
people's |
|
---|---|
λαοκρατικός |
people's adjective
/ˈpiːpəlz/
|
|
---|---|
|
λαϊκός |
- people's republic
- λαϊκή δημοκρατία
- People's Republic of China
- Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας
- people's democracy
- λαϊκή δημοκρατία
- old people's home
- οίκος ευγηρίας
- Democratic People's Republic of Korea
- Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας
- People's Democratic Republic of Algeria
- Λαϊκή Δημοκρατία της Αλγερίας
- Luhansk People's Republic
- Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ
- Donetsk People's Republic
- Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ
- People's Republic of Bangladesh
- Λαϊκή Δημοκρατία του Μπανγκλαντές
Wiktionary Links
- English: people's