🇬🇧 en el 🇬🇷
pilot noun
/ˈpaɪlət/
|
|
---|---|
|
πιλότος, κυβερνήτης, χειριστής |
|
πιλότος, πιλοτικό επεισόδιο |
|
πλοηγός, πηδαλιούχος |
|
πηδαλιούχος |
pilot verb
/ˈpaɪlət/
|
|
---|---|
|
διευθύνω, κυβερνώ, πλοηγώ, χειρίζομαι |
|
κυβερνώ, πλοηγώ |
Wiktionary Links
- English: pilot