🇬🇧 en el 🇬🇷
place noun
/pleɪs/
,
[pl̥eɪs]
|
|
---|---|
|
τόπος, θέση, μέρος, χώρος, περιοχή, σημείο |
|
πλατεία |
|
τόπος |
- take place
- γίνομαι, λαμβάνω χώρα, συμβαίνω
- all over the place
- απανταχού, παντού
- hiding place
- γιάφκα, καταφύγιο
- in place
- σημειωτόν
- pride of place
- πρωτοκαθεδρία
- fall into place
- τακτοποιούμαι
- watering place
- ποτίστρα
- no place
- χ.τ.
- between a rock and a hard place
- μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, μεταξύ σφύρας και άκμωνος, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα