🇬🇧 en el 🇬🇷
place noun
/pleɪs/
,
[pleːs]
,
[pl̥eɪs]
|
|
|---|---|
|
τόπος, θέση, μέρος, χώρος, περιοχή, σημείο |
|
πλατεία |
|
τόπος |