🇬🇧 en el 🇬🇷
player noun
/ˈpleɪə(ɹ)/
,
/ˈpleɪɚ/
|
|
---|---|
|
παίκτης, παίκτρια |
|
μουσικός, παίκτης |
|
ηθοποιός |
|
παίκτης |
- record player
- γραμμόφωνο, πικάπ
- basketball player
- καλαθοσφαιρίστρια, μπασκετμπολίστρια, παίκτρια του μπάσκετ, μπασκετμπολίστας, καλαθοσφαιριστής, παίκτης του μπάσκετ
- tennis player
- τενίστας, τενίστρια
- player piano
- πιανόλα
- chess player
- σκακιστής
- radio cassette player
- ραδιοκασετόφωνο
- flute-player
- αυλητής
- volleyball player
- πετοσφαιρίστρια, πετοσφαιριστής
- CD player
- συσκευή CD