🇬🇧 en el 🇬🇷
raw adjective
/ɹɑ/
,
/ɹɔ/
,
/ɹɔː/
|
|
---|---|
|
ακατέργαστος, ανεπεξέργαστος |
|
ωμός, άψητος, αμαγείρευτος |
|
ανεκπαίδευτος, πρωτόπειρος |
γδαρμένος |