🇬🇧 en el 🇬🇷
resilience noun
/ɹɪˈzɪl.ɪ.əns/
|
|
---|---|
|
ανακαμψιμότητα |
|
ανθεκτικότητα, ψυχολογική αντοχή |
|
ελαστικότητα, επαναπροσαρμοστικότητα, επανατακτικότητα |
resilient adjective
/ɹɪˈzɪl.jənt/
|
|
---|---|
|
εύκαμπτος, ανθεκτικός, ελαστικός |
Wiktionary Links
- English: resilience