🇬🇧 en el 🇬🇷
risk noun
/ɹɪsk/
|
|
---|---|
|
κίνδυνος |
|
κίνδυνος, πιθανότητα |
|
κίνδυνος, ρίσκο |
risk verb
/ɹɪsk/
|
|
---|---|
|
διακινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, διατρέχω τον κίνδυνο, θέτω σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω |