🇬🇧 en el 🇬🇷
service noun
/ˈsɜː.vɪs/
,
/ˈsɝ.vɪs/
|
|
|---|---|
|
υπηρεσία |
|
επίδοση |
serviceable |
|
|---|---|
| εύχρηστος | |
serviceable adjective
/ˈsɜːvɪsəbl̩/
,
/ˈsɝvɪsəbl̩/
|
|
|---|---|
|
εξυπηρετικός |
- military service
- θητεία, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική υπηρεσία
- self-service
- αυτοεξυπηρέτηση
- national service
- θητεία
- ex-service
- απόστρατος
- short message service
- υπηρεσία βραχέων μηνυμάτων
- fire service
- πυροσβεστική υπηρεσία, πυροσβεστικό σώμα
- health service
- δημόσια υγεία
- lip service
- κενολογίες
- civil service
- δημόσια διοίκηση