🇬🇧 en el 🇬🇷
sexual adjective
/ˈsɛk.sju.əl/
,
/ˈsɛk.ʃu.əl/
,
/ˈsɛk.ʃuː.əl/
,
/ˈsɛk.ʃəl/
|
|
---|---|
|
σεξουαλικός |
γενετήσιος, ερωτικός |
sexuality noun
/sɛk.sjuːˈæ.lɪ.ti/
,
/sɛk.ʃuˈæ.lə.ti/
,
/sɛk.ʃuːˈæ.lɪ.ti/
|
|
---|---|
|
σεξουαλικότητα |
sexually adverb
/ˈsɛksjʊəli/
,
/ˈsɛkʃəli/
,
/ˈsɛkʃʊəli/
|
|
---|---|
|
σεξουαλικά |
sexualism noun
/ˈsɛkʃuəlɪzm/
|
|
---|---|
|
σεξισμός |
- sexual intercourse
- συνουσία, ερωτική επαφή, ζευγάρωμα
- sexual slavery
- εμπόριο λευκής σαρκός
- sexual orientation
- σεξουαλικός προσανατολισμός
- sexual assault
- σεξουαλική επίθεση
- sexual harassment
- σεξουαλική παρενόχληση
- sexual dimorphism
- φυλετικός διμορφισμός
- sexual diversity
- σεξουαλική ποικιλία
- to have sexual intercourse
- αφροδισιάζω
- sexual appetite
- ακολασία
Wiktionary Links
- English: sexual