🇬🇧 en el 🇬🇷
snow-white adjective |
|
|---|---|
|
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόασπρος, ολόλευκος, πάλλευκος, χιονόλευκος |
Wiktionary Links
- English: snow-white
snow-white adjective |
|
|---|---|
|
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόασπρος, ολόλευκος, πάλλευκος, χιονόλευκος |