🇬🇧 en el 🇬🇷
soda noun
/ˈsoʊdə/
,
/ˈsəʊdə/
|
|
---|---|
|
ανθρακικό νάτριο, σόδα πλύσης |
|
διττανθρακικό νάτριο, σόδα μαγειρικής, όξινο ανθρακικό νάτριο |