🇬🇧 en el 🇬🇷
specialist noun
/ˈspɛʃəlɪst/
|
|
|---|---|
|
ειδικός, ειδική, εμπειρογνώμονας |
Wiktionary Links
- English: specialist
specialist noun
/ˈspɛʃəlɪst/
|
|
|---|---|
|
ειδικός, ειδική, εμπειρογνώμονας |