🇬🇧 en el 🇬🇷
subway noun
/ˈsʌbˌweɪ/
,
[ˈsʌbˌweɪ̯]
|
|
---|---|
|
μετρό, υπόγεια διάβαση πεζών, υπόγειος |
|
μετρό, υπόγειος |
Wiktionary Links
- English: subway