🇬🇧 en el 🇬🇷
survey noun
/səˈveɪ/
,
/sɚˈveɪ/
,
/sɜːˈveɪ/
,
/ˈsɜːveɪ/
,
/ˈsɝˌveɪ/
|
|
---|---|
|
δημοσκόπηση, σφυγμομέτρηση |
|
γεωδαισία, τοπογράφηση |
|
επιθεώρηση, επισκόπηση |
surveying |
|
---|---|
τοπογραφία |
Wiktionary Links
- English: survey