🇬🇧 en el 🇬🇷
switchboard noun |
|
---|---|
|
ηλεκτρικός πίνακας, τηλεφωνικό κέντρο |
Wiktionary Links
- English: switchboard
switchboard noun |
|
---|---|
|
ηλεκτρικός πίνακας, τηλεφωνικό κέντρο |