🇬🇧 en el 🇬🇷
tailor-made adjective |
|
---|---|
|
εξατομικευμένος, επί παραγγελία, κατά παραγγελία |
Wiktionary Links
- English: tailor-made
tailor-made adjective |
|
---|---|
|
εξατομικευμένος, επί παραγγελία, κατά παραγγελία |