🇬🇧 en el 🇬🇷
therapy noun
/ˈθɛɹ.ə.pi/
,
/ˈθɜɹ.ə.pi/
|
|
---|---|
|
θεραπεία |
-therapy |
|
---|---|
-θεραπεία |
- oxygen therapy
- οξυγονοθεραπεία
- grape therapy
- σταφυλοθεραπεία
- ozone therapy
- οζονοθεραπεία
- cognitive behavioral therapy
- γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία
- cupping therapy
- βεντούζα
- magnet therapy
- μαγνητοθεραπεία
- radiation therapy
- ραδιοθεραπεία
- speech therapy
- λογοθεραπεία
- electroconvulsive therapy
- ηλεκτροσπασμοθεραπεία
Wiktionary Links
- English: therapy