🇬🇧 en el 🇬🇷
tidy adjective
/ˈtaɪ.di/
|
|
|---|---|
|
τακτοποιημένος, περιποιημένος, φροντισμένος, νοικοκυρεμένος |
tidiness noun |
|
|---|---|
|
τάξη |