🇬🇧 en el 🇬🇷
tongue noun
/tɒŋɡ/
,
/tʊŋ/
,
/tʊŋɡ/
,
/tʌŋ/
|
|
---|---|
|
γλώσσα |
- tongue-twister
- γλωσσοδέτης
- tongue-in-cheek
- αστείος, χιουμοριστικός
- tongue depressor
- γλωσσοπίεστρο
- tongue kiss
- γλωσσόφιλο
- mother tongue
- μητρική γλώσσα
- slip of the tongue
- παραδρομή της γλώσσας, παραπραξία
- hold one's tongue
- κρατάω το στόμα μου κλειστό, κρατώ το στόμα μου κλειστό
- on the tip of one's tongue
- στην άκρη της γλώσσας
- bite one's tongue
- δαγκώνω τη γλώσσα μου