🇬🇧 en el 🇬🇷
too adverb
/tu/
,
/tuː/
,
/tʉː/
,
[tʰu̟]
,
[tʰu̟ː]
,
[tʰʉː]
|
|
---|---|
|
επίσης |
|
υπερβολικά |
- way too
- πολύ
- too bad
- κρίμα
- one too many
- παραπάνω
- too many
- υπέρμετρος
- me too
- εγώ το ίδιο
- have one's cake and eat it too
- θέλω και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο
- it's too expensive
- είναι πολύ ακριβό
- too many cooks spoil the broth
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει
- too much
- πάρα πολύ
Wiktionary Links
- English: too