🇬🇧 en el 🇬🇷
trial noun
/ˈtɹaɪəl/
,
[tɹaɪəl]
|
|
---|---|
|
δίκη, δοκιμή, εκδίκαση |
|
δοκιμή |
|
δοκιμασία |
trial adjective
/ˈtɹaɪəl/
,
[tɹaɪəl]
|
|
---|---|
|
δοκιμαστικός |
|
δοκιμαστικός, πειραματικός |
trial adjective
/ˈtɹaɪəl/
,
[tɹaɪəl]
|
|
---|---|
|
τριπλός |
Wiktionary Links
- English: trial