🇬🇧 en el 🇬🇷
two numeral
/tu/
,
[tʰu̟]
,
[tʰu̟u]
|
|
---|---|
|
δύο, δυο |
two noun
/tu/
,
[tʰu̟]
,
[tʰu̟u]
|
|
---|---|
|
δύο |
- two hundred
- διακόσια
- twenty-two
- είκοσι δύο
- a bird in the hand is worth two in the bush
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
- two-hundredth
- διακοσιοστός
- two-faced
- διπρόσωπος
- two birds with one stone
- μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια
- two-dimensional
- δισδιάστατος
- two-party system
- δικομματισμός
- two days after tomorrow
- αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο, μετά τις επόμενες μέρες