🇬🇧 en el 🇬🇷
undeniably adverb |
|
---|---|
|
αναντίρρητα, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, ασυζητητί |
|
αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, αναντίρρητα, ασυζητητί |
undeniable adjective
/ˌʌn.dɪˈnaɪ.(j)ə.bəɫ/
,
/ˌʌn.dɪˈnaɪ.ə.bl̩/
|
|
---|---|
|
αδιάψευστος |
Wiktionary Links
- English: undeniably