🇬🇧 en el 🇬🇷
union noun
/ˈjuː.ni.ən/
,
/ˈjuː.njən/
|
|
---|---|
|
ένωση, σύνδεσμος |
|
ένωση |
|
άρθρωση, ένωση, αρμός, σύνδεσμος |
|
ένωση, συνουσία |
|
γάμος, σύζευξη |
- European Union
- Ευρωπαϊκή Ένωση
- Soviet Union
- Σοβιετική Ένωση
- Union of Soviet Socialist Republics
- Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
- trade union
- συνδικάτο
- customs union
- τελωνειακή ένωση
- credit union
- πιστωτικός συνεταιρισμός
- African Union
- Αφρικανική Ένωση
- married state, union
- παντρειά
- craft union
- συντεχνία