🇬🇧 en el 🇬🇷
will noun
/wɪl/
,
[wɪo̯]
,
[wɪɫ]
,
[wɪʊ̯]
|
|
---|---|
|
βούληση, θέληση |
Will properNoun
/wɪl/
|
|
---|---|
|
Γουίλ |
willing adjective
/ˈwɪlɪŋ/
|
|
---|---|
|
έτοιμος |
willing |
|
---|---|
εκών |
- there are none so blind as those who will not see
- στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα
- will you marry me
- θα με παντρευτείς;
- where there is a will there is a way
- θέλειν εστί δύνασθαι, το θέλειν είναι δύναμις
- when the cat's away the mice will play
- όταν λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια
- free will
- ελεύθερη βούληση
- time will tell
- ο χρόνος θα δείξει
- declaration of will
- δήλωση βούλησης
- at will
- κατά βούληση