🇬🇷 el en 🇬🇧

ζωή noun

  /zoˈi/
life
  • ο άνθρωπος ως φορέας ζωής
cost of living, everlasting life
  • ο τρόπος με τον οποίο ζει κανείς
lifestyle
  • το χρονικό διάστημα της ζωής ενός οργανισμού και ειδικότερα ενός ανθρώπου (από τη γέννηση ως το θάνατο ή άλλο χρονικό σημείο)
lifetime, matter of life and death
  • τα υλικά μέσα που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει
living

Ζωή properNoun

  /zoˈi/
Zoe, Zoey, Zoë
Wiktionary Links