🇬🇷 el en 🇬🇧

λύκος noun

  /ˈli.kos/
  • (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, συγγενές με το σκύλο
wolf
  • (ιατρική) μορφή αυτοάνοσης δερματοπάθειας
lupus

Λύκος properNoun

Lupus
Wiktionary Links