🇬🇷 el en 🇬🇧

Παρασκευή properNoun

  /pa.ɾa.sceˈvi/
  • η έκτη ημέρα της εβδομάδας· προηγείται η Πέμπτη και ακολουθεί το Σάββατο
  • (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Παρασκευής
Friday

παρασκευή noun

  /pa.ɾa.sceˈvi/
preparation
Wiktionary Links