🇬🇷 el en 🇬🇧

άγκιστρο noun

  /ˈaŋ.ɟi.stɾo/
  • (τυπογραφία, μαθηματικά, προγραμματισμός) καθένα από τα σύμβολα { και }
brace, curly brace, curly bracket
hook
Wiktionary Links