🇬🇷 el en 🇬🇧

άγρυπνος adjective

  /ˈa.ɣɾi.pnos/
  • (μεταφορικά) που επαγρυπνεί, που συνεχώς επιτηρεί,, προσέχει, φρουρεί κάτι υλικό ή άυλο
vigilant, alert
  • που δεν κοιμάται κατά τη διάρκεια της νύχτας είτε επειδή έχει αϋπνίες είτε από υποχρέωση να προσέχει κάτι
sleepless
Wiktionary Links