άγρυπνος
adjective
/ˈa.ɣɾi.pnos/
|
- (μεταφορικά) που επαγρυπνεί, που συνεχώς επιτηρεί,, προσέχει, φρουρεί κάτι υλικό ή άυλο
|
vigilant,
alert
|
- που δεν κοιμάται κατά τη διάρκεια της νύχτας είτε επειδή έχει αϋπνίες είτε από υποχρέωση να προσέχει κάτι
|
sleepless
|